πικρασμός — ο, ΝΜΑ, και πικραμός Ν [πικραίνω] αίσθημα πικρίας, πίκρα, θλίψη … Dictionary of Greek
πίκραμα — το και πικραμός, ο η πράξη και το αποτέλεσμα του πικραίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)